Ο σούπερ καλός (*) Μικροδιήγημα

Ξύπνησε με τη διάθεση να διακτινιστεί στη Λισαβόνα και να πιει τον καφέ του μπροστά στο νερό. Μόνος του για κάποιον λόγο, χωρίς τη συνοδεία κανενός. Να παρατηρεί τις μορφές που παίρνει το μπλε στον ορίζοντα και να αισθάνεται την παρουσία των ανθρώπων πίσω του χωρίς να τους βλέπει. Και να ξέρει πως δε χρειάζεται να είσαι ο σούπερ καλός, ένας άγιος του σύγχρονου κόσμου. Να χρειάζεται να είσαι μόνο μια άγνωστη κουκκίδα, απειροελάχιστη όσο ο κόκκος καφέ που βάζεις διαλυμένο μέσα σου, κάπου εκεί σε μια γωνιά της Πορτογαλίας.

Σχολιάστε