Καθισμένοι κι οι δύο σε αστικό σκηνικό, μεσοαστικής κατοικίας, τελευταίοι των αστών και πρώτοι της γενιάς του άσ’ το καλύτερα, συζητούσαν για το εύκολο χρήμα. Τι είναι το εύκολο χρήμα, αναρωτήθηκε ο μεγαλύτερος, ζητώντας εξηγήσεις.
Το εύκολο χρήμα είναι να μην κουράζεσαι, του εξήγησε ο άλλος, να μην ενοχλείσαι απ’ το κάθε bloody αφεντικό, να μην ιδρώσεις, να μην έρχεσαι σε αντιπαράθεση με το κάθε μουνί (γιατί ως γνωστόν τα μουνιά είναι πρώτα σε αντιπαραθέσεις, σκέφτηκε ο μεγαλύτερος, σκεπτόμενος πόσα στερεότυπα εν έτει 2021 ορίζουν ακόμη το θηλυκό ως πηγή του κακού). Να αξιοποιείς το ελάχιστο μυαλό που διαθέτεις πολύ καλύτερα απ’ όσους έχουν μυαλό, αλλά βγάζουν ψίχουλα μπροστά σε αυτά που βγάζεις εσύ.
Τον κοίταξε προβληματισμένος, όχι ξεκάθαρα στεναχωρημένος, ούτε ξεκάθαρα απορημένος. Ήταν κάτι αναμενόμενο άλλωστε όλη αυτή η διάθεση του νεαρότερου ομιλητή. Μια γενιά που γεννήθηκε πιο κουρασμένη απ’ την προηγούμενη, ίσως γιατί ήταν εκ προοιμίου ευνουχισμένη στη σωματική εργασία: πνευματικότητα, αποστροφή των χειρωνανακτικών επαγγελμάτων, ευκολία στις μετακινήσεις, στις αγορές μέσω διαδικτύου, homo καρεκλάτος, σεξ μέσω chat, συναλλάγες, κρυπτονομίσματα, κρυπτοσυναισθήματα κι ένας νεκρός Μητροπάνος που δεν έχει να πει σε καμία Ρόζα να τον συγχωρέσει που δεν καταλαβαίνει τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί.
Αυτός είναι ο στόχος σου; τον ρώτησε σύντομα κι ο μικρότερος δυσκολεύτηκε να καταλάβει την ερώτηση. Το εύκολο χρήμα, αυτός είναι ο στόχος σου; Γι’ αυτό γίνεται όλη αυτή η κουβέντα; του διευκρίνισε τι ήθελε να πει.
Θα σε χάλαγε; Θα σε χάλαγε να βγάζεις είκοσι χιλιάρικα τον μήνα από φωτογραφίες με τοποθέτηση προϊόντων; Θα ζοριζόσουν περισσότερο από τώρα που ζεις σαν συμβατικός, μίζερος ενήλικας που πηγαίνει κάθε πρωί στη δουλειά του για ψωροδεκάρες;
Ναι, απάντησε ψύχραιμος εκείνος. Θα ζοριζόμουν. Δεν υπάρχει εύκολο χρήμα. Γρήγορο ναι. Αλλά εύκολο, όχι. Δυσκολεύομαι να κοιμηθώ ήσυχος τα βράδια, με τα χρήματα που βγάζω ως υπαλληλίσκος, γιατί κάποιοι πουλάνε τα ίδια τους τα νεφρά για να εξασφαλίσουν τις ψωροδεκάρές μου. Γιατί άνθρωποι, δέντρα και ζώα κι ένας ολόκληρος πλανήτης θανατώνονται στον βωμό του χρήματος, ενώ κανείς δεν τρέφεται με χαρτονομίσματα και κέρματα, αλλά με τη μολυσμένη τροφή που βάζει στα σωθικά του. Γιατί το χρήμα είναι πίσω από όλα τα δεινά. Άνθρωποι πουλάνε την εικόνα τους, την καθημερινότητά τους ως ειδησεογραφία, ναρκωτικά, τα κορμιά τους, τα κορμιά άλλων ανθρώπων χωρίς τη θέλησή τους, όπλα, ελπίδες, φάρμακα που είναι αναγκαία για να ζήσεις, ιατρική περίθαλψη, το νερό, πουλάνε τη ζωή, τη μητέρα τους, την ψυχή τους… Κι όσο περισσότερο έχεις κέρδος, τόσο περισσότερο αλλοιώνεσαι και απομακρύνεσαι απ’ τις κοινές χαρές. Θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος μετά; Θα μπορούν οι φίλοι σου να σε ακολουθήσουν ή θα εξαγοράζεις τη συντροφιά τους; Η μπύρα στα παγκάκια, τα ταξίδια που κάνεις σπάζοντας τον κουμπαρά σου, οι αθώοι έρωτες που αρκούνται στο καλό σεξ και σε μια ζεστή αγκαλιά θα έχουν την ίδια αξία για σένα; Θα αρκούσαν τυπικές φιλανθρωπίες για να ηρεμήσουν τις ενοχές σου; Γεννήθηκες ήδη με τις αντιφάσεις που κουβαλάει ένας δυτικός άνθρωπος. Να εξαρτάται η ευημερία σου απ’ τις πενιχρές συνθήκες διαβίωσης τρίτων ανθρώπων. Πόσο πολύ θα άντεχες να διευρύνεις το χάσμα; Να αποδεικνύεις συνεχώς τις επίγειες χαρές ενός οικονομικού παραδείσου; Να σε επιβεβαιώνουν άτομα της τάξης σου ή άτομα που θα ονειρεύονται την τάξη σου για να νιώθεις πλήρης; Θα είναι ο κόσμος σου το ίδιο εύκολος για σένα έχοντας στα χέρια σου το εύκολο χρήμα; Αγοράζεται η χαρά; Ο θάνατος δωροδοκείται; Η αϋπνία; Η ανία που προκαλεί η επίτευξη των πάντων; Αγοράζεται η αλήθεια του καθένα;
Ο μικρότερος σηκώθηκε έξαλλος με τον μακροσκελή λόγο του μεγαλύτερου. Ανάθεμα την ώρα που σου μίλησα, σκέφτηκε. Υπάλληλος γεννήθηκες και υπάλληλος θα πεθάνεις. Του συστήματος και της δυτικής σου καταδίκης. Έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσει. Μπήκε στο ασανσέρ, κοίταξε στον καθρέφτη, χαμογέλασε, άνοιξε το ίνστα, είδε τις ζηλεύτες ζωές να τον προσπερνάνε μέχρι να φτάσει στο ισόγειο, αλλά δεν μπορούσε να νιώσει την ίδια ζήλεια που ένιωθε πριν. Ένα ατελείωτο, μάταιο σκρολάρισμα που προκαλούσε περισσότερο φθόνο, περισσότερες συγκρίσεις και δυστυχία. Μπήκα ξανά στο ασανσέρ, ανέβηκε πάλι στο διαμέρισμα, βρήκε τον μεγαλύτερο να κάθεται ακριβώς στην ίδια στάση που τον άφησε, λες και περίμενε αυτήν την επιστροφή, του χαμογέλασε χωρίς να πει την παραμικρή κουβέντα, εκείνος του ανταπέδωσε το χαμόγελο, του έκλεισε το μάτι και ξαναέφυγε.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...